οἰκοδομήσῃς

οἰκοδομήσῃς
οἰκοδομέω
build a house
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • εξοικοδόμησις — ἐξοικοδόμησις, η (Α) [εξοικοδομώ] η αποπεράτωση τής οικοδόμησης …   Dictionary of Greek

  • κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… …   Dictionary of Greek

  • οικοδόμηση — η (Α οἰκοδόμησις) [οικοδομώ] 1. ανέγερση οικοδομήματος, δόμηση, κτίσιμο («άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης τού μεγάρου») 2. ο τρόπος κατά τον οποίο οικοδομείται κάτι («τειχῶν περὶ οἰκοδομήσεως», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. δημιουργία («η οικοδόμηση ενός… …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”